- διαστυλώνω
- μετ. подпирать столбом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαστυλώνω — (Α διαστυλῶ, όω) στηρίζω με κολώνες τοποθετημένες σε κανονικά διαστήματα … Dictionary of Greek